- θειαμίδια
- Ομάδα οργανικών ενώσεων που προέρχονται από τα αμίδια με αντικατάσταση του οξυγόνου τους από θείο. Έχουν γενικό τύπο R-CS-NH2 (όπου R αλκύλιο) και λαμβάνονται με επίδραση υδροθείου σε νιτρίλια ή με επίδραση πενταθειούχου φωσφόρου σε αμίδια. Είναι σώματα στερεά και διασπώνται εύκολα σε οξύ, υδρόθειο και αμμωνία.
* * *ταχημ. οργανικές ενώσεις ανάλογες με τα αμίδια*, με τη διαφορά ότι περιέχουν θείο αντί τού οξυγόνου.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, νόθου συνθ., πρβλ. γαλλ. thioamides < thio- (πρβλ. θείο [ΙΙ]) + amides (βλ. λ. αμίδια)].
Dictionary of Greek. 2013.